- προστατεύοντες
- προστατεύωto be leaderpres part act masc nom/voc plπροστατεύωto be leaderpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστατεύω — ΝΑ [προστάτης] νεοελλ. 1. προφυλάσσω από τους κινδύνους 2. υπερασπίζω, υποστηρίζω («προστατεύει τους ανήμπορους») 3. ενισχύω υλικά και ηθικά («προστατεύω τις τέχνες και τις επιστήμες») αρχ. 1. είμαι αρχηγός, προϊστάμενος («ὡς οὕτω ἄν τις… … Dictionary of Greek